Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νάκαφθον — και ναόκαφθον, τὸ (Μ) βλ. νάρκαφθον … Dictionary of Greek
νάρκαφθον — και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α) ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον τού Διοσκορίδη … Dictionary of Greek